εκξέω

εκξέω
ἐκξέω (AM)
μσν.
σκουπίζω καλά, καθαρίζω ξύνοντας ή τρίβοντας
αρχ.
λειαίνω εντελώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐκξέομεν — ἐκξέω wipe off pres ind act 1st pl (epic doric ionic aeolic) ἐκξέω wipe off imperf ind act 1st pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκξέειν — ἐκξέω wipe off pres inf act (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκξύω — ἐκξύω (Α) εκξέω …   Dictionary of Greek

  • ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”